Καστοριά

Καστοριά
Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου που εισχωρεί σαν γλώσσα στην ομώνυμη λίμνη. Αποτελεί το οικονομικό, εμπορικό και διοικητικό κέντρο του νομού. Είναι επίσης διεθνές κέντρο επεξεργασίας γούνας με μεγάλη παράδοση. Στον τομέα της βιοτεχνίας γουναρικών απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της πόλης. Η αστική αρχιτεκτονική του 18ου και 19ου αι. μαρτυρά την οικονομική ακμή της. Η πόλη διαθέτει επίσης μεγάλο αριθμό βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων. Ιστορία. Γύρω από τη λίμνη της Κ. υπήρχε οργανωμένη ζωή από την προϊστορική εποχή. Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ανάγονται στη νεολιθική εποχή: υπάρχουν υπολείμματα από έναν πασσαλόχτιστο συνοικισμό –μια μικρή πόλη μέσα στη λίμνη επάνω σε πασσάλους–, χιλιάδες πάσσαλοι και πολλά λίθινα εργαλεία, που βρέθηκαν δίπλα στο χωριό Δισπηλιό, λίγο πριν από την Κ. Η σημερινή πόλη της Κ. είναι χτισμένη στην αρχαία πόλη των Ορεστών Μακεδόνων Κέλετρον, που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο. Στα χρόνια του Διοκλητιανού (περ. 300 μ.Χ.) το Κέλετρον φαίνεται ότι είχε την εύνοια του αυτοκράτορα, ο οποίος ξανάχτισε την πόλη, μετονομάζοντάς την σε Διοκλητιανούπολη. Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με τον Προκόπιο, διατηρήθηκε έως τον 6o αι., οπότε η πόλη ερημώθηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές μέχρι που την οχύρωσε ο Ιουστινιανός («οχυρωτάτην εδείματο»)· μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι την ονόμασε Ιουστινιανούπολη. Ωστόσο ύστερα από λίγους αιώνες επικράτησε η ονομασία Κ., που έχει παραμείνει έως τις μέρες μας. Πιθανολογείται ότι τα τείχη στον στενό λαιμό της χερσονήσου, στη δυτική πλευρά, είναι έργο του Ιουστινιανού, ενώ από τους αιώνες εκείνους και έως τα τέλη του 9ου αι. δεν σώζονται μνημεία. Μόνο δύο μαρτυρίες από γραπτές πηγές μας αναφέρουν στοιχεία για τη ζωή της πόλης εκείνη την περίοδο: στον παρισινό κώδικα 1555α –των αρχών του 8ου αι.– μνημονεύεται η επισκοπή Κάστρων που ταυτίζεται με την Κ. και ο Κεδρηνός αναφέρει ότι η Ειρήνη εξόρισε στην πόλη δύο συνωμότες, που συμμάχησαν με τον γιο της εναντίον της. Κατά τον 10ο αι. η πόλη κατακτήθηκε δύο φορές από τους Βούλγαρους, ώσπου το 1018 ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος τους υπέταξε και επισκέφθηκε και ο ίδιος την Κ. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1018 η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και άρχισε και η ανέγερση διαφόρων μνημείων. Εικάζεται ότι το νεότερο τείχος στα Α χτίστηκε εκείνη την εποχή, που η πόλη άρχισε να επεκτείνει τα όριά της. Έκτοτε οι γραπτές πηγές είναι πιο διαφωτιστικές· η Άννα Κομνηνή, ο Ακροπολίτης, ο Καντακουζηνός, ο Παχυμέρης και άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τόπο, ενώ παράλληλα τα ίδια τα μνημεία συνηγορούν στις μαρτυρίες για την ακμή της πόλης. Το 1083 η Κ. κυριεύθηκε για λίγους μήνες από τους Νορμανδούς. Στα μέσα του 12ου αι. διοικητής της πόλης ήταν ο Ανδρόνικος Κομνηνός, τον οποίο έστειλε ο αυτοκράτορας Μανουήλ (1143-80), προκειμένου να τον απομακρύνει από την βασιλεύουσα. Μετά το 1204 –χρονολογία της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους– οι Βούλγαροι επωφελήθηκαν από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίευσαν την Κ. Ωστόσο η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα η πόλη περιήλθε στην ηγεμονία του δεσποτάτου της Ηπείρου. Ολόκληρο τον 13ο και κατά τον 14ο αι. η Κ. γνώρισε νέα ακμή, μολονότι στα μέσα του 14ου αι. κατελήφθη για λίγα χρόνια από τους Σέρβους και για λίγους μήνες από τους Αλβανούς. Τέλος, το 1385 πέρασε στην κατοχή των Τούρκων και παρέμεινε σε αυτούς έως το 1912. Την περίοδο της τουρκοκρατίας η Κ. διατήρησε την οντότητά της: παρουσίασε ανάπτυξη στο εμπόριο και στη βιοτεχνία και, όπως όλες οι ελληνικές κοινότητες, είχε ένα είδος αυτονομίας. Ιδιαίτερα η επεξεργασία των γουναρικών προσέδωσε στην πόλη πλούτο και στάθηκε αφορμή για στενή επικοινωνία με τις ευρωπαϊκές πόλεις. Χτίστηκαν σχολεία και εκκλησίες, διατηρώντας τη βυζαντινή καλλιτεχνική κληρονομιά, και αποτέλεσε κέντρο χριστιανικού πολιτισμού και εθνικού φρονήματος. Αργότερα έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα στον Μακεδονικό αγώνα. Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Η Κ., με την πληθώρα βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων που διατηρεί, θεωρείται ένα μεγάλο ζωντανό μουσείο. Τα μνημεία χρονολογούνται από το τέλος του 9ου αι. και φτάνουν μέχρι τα τελευταία αρχοντικά του 19ου αι., ενώ ο επισκέπτης συναντά πολυάριθμες εκκλησίες ανάμεσα στα πυκνοχτισμένα σπίτια ή και στις αυλές τους, καθώς οι περισσότερες είναι οικογενειακά παρεκκλήσια. Από τις επιγραφές τους συμπεραίνεται ότι χτίστηκαν ή διακοσμήθηκαν από Καστοριανούς μετανάστες, εξόριστους άρχοντες, κατοίκους μιας συνοικίας ή μιας ολόκληρης συντεχνίας. Όλες είναι χτισμένες στον τύπο της βασιλικής εκτός από την Κουμπελίδικη, που είναι τρίκογχη με τρούλο. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και τις χαρακτηρίζει είναι ότι ακολουθούν τα κοινά ρεύματα της τέχνης που διατρέχουν το έθνος σε κάθε εποχή. Σήμερα διατηρούνται περίπου εβδομήντα εκκλησίες (αρκετές είναι ανακαινισμένες), τμήματα από τα βυζαντινά τείχη της πόλης, λίγα τουρκικά κτίσματα, πολλά αρχοντικά και πλήθος φορητών εικόνων, ξυλόγλυπτων και άλλων κειμηλίων. Οι σημαντικότερες από τις εκκλησίες που ανάγονται στη βυζαντινή εποχή είναι οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Νικόλαος Κασνίτζης, ο Άγιος Στέφανος, η Παναγία η Κουμπελίδικη, η Παναγία η Μαυριώτισσα και ο Ταξιάρχης της Μητρόπολης, ενώ ο Άγιος Αθανάσιος (1384) είναι το τελευταίο μνημείο που χτίστηκε πριν πέσει η πόλη στα χέρια των Τούρκων (1385). Άγιοι Ανάργυροι. Ο ναός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου και είναι βασιλική τρίκλιτη με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος και νάρθηκα στα Δ. Το εξωτερικό παρουσιάζει ιδιαίτερη χάρη, γιατί οι πέτρες, οι πλίνθοι και το κονίαμα είναι δεμένα με τέχνη, δίνοντας ένα αρμονικό σύνολο· επίσης, όπως συμβαίνει και σε άλλες εκκλησίες της Κ. και γενικότερα της Μακεδονίας, φέρει τοιχογραφίες και τα συνεχή τυφλά αψιδώματα προσθέτουν στους τοίχους έναν κυματισμό. Το εσωτερικό είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης σε δύο στρώματα: από το πρώτο στρώμα, που χρονολογείται περίπου το 1000 και σώζεται κάτω από το νεότερο, διακρίνονται μόνο λίγες μορφές στον νάρθηκα, που ξεχωρίζουν για τον έντονα υπερβατικό τους χαρακτήρα. Το δεύτερο στρώμα, αυτό δηλαδή που καλύπτει όλους τους τοίχους και φιλοτεχνήθηκε τον 12o αι., ακολουθεί διαφορετική τεχνοτροπία, γιατί αντιπροσωπεύει άλλη εποχή· εξακολουθεί να υπάρχει ο ιδεαλισμός στα πρόσωπα, αλλά αυτά αντανακλούν μια ζωντάνια και η σάρκα πλάθεται με πιο φυσικό τρόπο. Τα ρούχα αγκαλιάζουν το σώμα με μεγαλύτερη φυσικότητα και διακρίνονται για την πολυχρωμία τους και τις πολλές πτυχώσεις. Στις συνθέσεις, η θέση και η στάση κάθε μορφής είναι σοφά υπολογισμένες και οι κινήσεις είναι γεμάτες εκφραστικότητα. Επιπλέον είναι έκδηλη η προτίμηση στην απεικόνιση δραματικών καταστάσεων, όπως στη σκηνή του Θρήνου, που αποτελεί μία από τις πιο εκφραστικές παραστάσεις της βυζαντινής τέχνης. Εδώ το θέμα διαρθρώνεται με μοναδική εκφραστικότητα και εξπρεσιονιστικό λυρισμό που περιφρονεί έως ένα σημείο την όψη των πραγμάτων και ο μητρικός πόνος υψώνεται σε πανανθρώπινο σύμβολο. Το νότιο κλίτος έχει υποστεί φθορές, ενώ στο βόρειο οι τοιχογραφίες σώζονται σε καλύτερη κατάσταση. Εκεί βρίσκονται οι προσωπογραφίες των κτητόρων, του Θεόδωρου Λημνιώτη, του γιου του, Ιωάννη, και της γυναίκας του, Άννας Ραδηνής. Τέλος, στο κεντρικό κλίτος, όπου η διατήρηση είναι ακόμα καλύτερη, ο επισκέπτης αντικρίζει την κοινή, στη Μακεδονία, εικονογράφηση σε επάλληλες ζώνες: κάτω παριστάνονται ολόσωμοι άγιοι, στις δύο ανώτερες ζώνες σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο και ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα Προφήτες. Άγιος Στέφανος. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο των Αγίων Αναργύρων. Είναι βασιλική τρίκλιτη, με τη διαφορά ότι ο νάρθηκας διαθέτει δεύτερο όροφο, δηλαδή γυναικωνίτη. Επίσης, στο εξωτερικό η τοιχοδομία των δύο ναών μοιάζει. Οι τοιχογραφίες στα επάνω μέρη διατηρούνται σε καλή κατάσταση, ενώ χαμηλότερα παρουσιάζουν φθορές. Ανήκουν σε διάφορες εποχές και η χρονολόγησή τους είναι προβληματική, καθώς υπάρχουν επεμβάσεις πολλών ζωγράφων, τα φιλοτεχνημένα στρώματα είναι αρκετά κλπ. Πάντως κάποιος μπορεί να διακρίνει με σχετική ευκολία τρία κύρια στρώματα τοιχογραφιών: το παλαιότερο, που χρονολογείται στα τέλη του 9ου αι., το οποίο σώθηκε σε κακή κατάσταση στον νάρθηκα και στα πλάγια κλίτη, ένα δεύτερο στους πεσσούς των ανοιγμάτων του κεντρικού κλίτους και ένα τρίτο στο επάνω τμήμα του ίδιου κλίτους. Στο κεντρικό κλίτος, επάνω από τα τόξα, οι τοιχογραφίες (τέλη 12ου αι.) χωρίζονται σε τρεις ζώνες: στην πρώτη εικονίζονται σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο, στη δεύτερη Προφήτες και στην τρίτη, που βρίσκεται στην κορυφή της καμάρας, παριστάνεται ο Χριστός στις τρεις ηλικίες: Εμμανουήλ, Παλαιός των Ημερών και Παντοκράτορας. Στον βόρειο τοίχο, κάτω από τη σκάλα που οδηγεί στον γυναικωνίτη, υπάρχει η προσωπογραφία του ιερέα Θεοδώριχου Λημνιώτη και ανατολικότερα στον ίδιο τοίχο η προσωπογραφία του Γεωργίου Βαριβύλη. Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη. Ο ναός φέρει αυτή την ονομασία για να διαχωριστεί από τις άλλες δώδεκα εκκλησίες της Κ. που είναι αφιερωμένες στον άγιο Νικόλαο. Πρόκειται για μονόχωρο ναό με νάρθηκα. Εξωτερικά, η τοιχοδομία του και τα κεραμοπλαστικά ακολουθούν το στιλ των υπόλοιπων ναών. Στο εσωτερικό είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας. Και σε αυτό τον ναό επικρατεί το σύστημα κατά ζώνες. Κάτω εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι κατά μέτωπο, στη μεσαία στενή ζώνη άγιοι σε προτομή και επάνω οι συνθέσεις. Στην αβαθή κόγχη δεξιά από το ιερό παριστάνεται ο άγιος Νικόλαος με αρχιερατική στολή και απέναντι ο Χριστός. Στον δυτικό τοίχο, επάνω από την πόρτα, η κτητορική επιγραφή αναφέρει ότι ο μάγιστρος Νικηφόρος Κασνίτζης ανήγειρε τον ναό, τον διακόσμησε με τοιχογραφίες και ότι τον αφιέρωσε στον άγιο Νικόλαο. Στον νάρθηκα κάτω εικονίζονται κυρίως άγιες γυναίκες και επάνω τα θαύματα και ο βίος του αγίου. Παναγία η Κουμπελίδικη. Πρόκειται για τη μοναδική εκκλησία της Κ. που φέρει τρούλο (κουμπέ), στον οποίο οφείλει και την προσωνυμία της. Ο τύπος του ναού είναι τρίκογχος. Στο βασικό τετράγωνο υπάρχουν στις τρεις πλευρές ισάριθμες κόγχες που εξέχουν. Στη δυτική πλευρά έφερε νάρθηκα, ο οποίος κάποτε κατέρρευσε και αργότερα προστέθηκε μεγαλύτερος, που σήμερα σκεπάζεται με αμφικλινή στέγη. Το χαρακτηριστικό του ναού είναι ο υψηλός κυλινδρικός τρούλος που έχει εσωτερικά ελαφρώς ελλειψοειδές σχήμα και φέρει χαμηλά τέσσερα παράθυρα. Η τοιχοδομία του ναού ακολουθεί τον ρυθμό των υπόλοιπων εκκλησιών και μόνο ο τρούλος παρουσιάζει πιο μεγάλη ποικιλία. Οι τοιχογραφίες ανήκουν σε τρεις διαφορετικές εποχές: οι παλαιότερες είναι του 13ου αι. και βρίσκονται στον κυρίως ναό και στον στενό αρχικό νάρθηκα, αυτές που βρίσκονται στον εξωτερικό δυτικό τοίχο ανήκουν στον 15o αι. και όσες εικονογραφούν τον νεότερο νάρθηκα είναι έργα του 17ου αι. Η εικονογράφηση τηρεί και εδώ το σύστημα κατά ζώνες. Ενδιαφέρουσα είναι η παράσταση της Αγίας Τριάδας στον εσωτερικό νάρθηκα· δεν παριστάνεται το θέμα της Φιλοξενίας του Αβραάμ όπως συνήθως, αλλά η προσωποποίηση του Πατρός και του Υιού. Αξιόλογες επίσης είναι και οι τοιχογραφίες στον δυτικό εξωτερικό τοίχο, που χρονολογούνται ακριβώς από την κτητορική επιγραφή στο 1496. Ταξιάρχης της Μητρόπολης. Είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα. Τα κλίτη χωρίζονται με δύο κίονες και σκεπάζονται, το κεντρικό με καμάρα, το νότιο με μισή καμάρα και το βόρειο –που είναι μεταγενέστερο– με μονόρριχτη στέγη. Ενδιαφέρουσες είναι οι τοιχογραφίες του ναού, που στο μεσαίο κλίτος διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση. Αυτές ανήκουν στο δεύτερο –νεότερο– στρώμα και από την επιγραφή τους χρονολογούνται περίπου στο 1360. Οι παλαιότερες διατηρούνται στο νότιο κλίτος και στον νάρθηκα και μοιάζουν με τις αρχαιότερες του Αγίου Στεφάνου. Τέλος, στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων υπάρχουν πολλές τοιχογραφίες που εικονίζουν λαϊκά πρόσωπα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοιμηθέντας εν Κυρίω. Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας. Είναι μονόχωρος ναός με νάρθηκα και μια μεγάλη ημικυκλική κόγχη που εξέχει στα Α. Η μονή βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στην όχθη της λίμνης. Στον νότιο εξωτερικό τοίχο παριστάνεται η Ρίζα του Ιεσσαί και δίπλα σε αυτή τη μεγάλη παράσταση εικονίζονται μισοκατεστραμμένοι οι πρώτοι Κομνηνοί βασιλιάδες. Στο εσωτερικό διατηρούνται περίφημες τοιχογραφίες, μοναδικές στο είδος τους. Στον δυτικό τοίχο σώζεται η Πεντηκοστή, η Σταύρωση, ο Νιπτήρας, η Προδοσία και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι συνθέσεις είναι λαμπρές. Σε κάθε σκηνή ο καλλιτέχνης επινοεί νέες λύσεις και καινοτομεί εισάγοντας πρωτότυπα εικονογραφικά στοιχεία. Ακόμα, οι τοιχογραφίες αυτές διακρίνονται για τη διακοσμητική τους πολυχρωμία και την έξαρση των δραματικών στοιχείων, που στους επόμενους αιώνες –13o και 14o– εκλαϊκεύτηκαν και γενικεύτηκαν στη μακεδονική ζωγραφική. Στον νάρθηκα εικονίζεται η μεγάλη και επιβλητική Δευτέρα Παρουσία. Οι κολασμένοι, άντρες και γυναίκες, είναι σχεδιασμένοι ανάμεσα στις φλόγες μόνο γραμμικά –δίχως πλαστικότητα– και η παράστασή τους αναδεικνύει ένα σύνολο μορφών που εκφράζουν σωματικό πόνο. Η ξυλόγλυπτη πόρτα που χωρίζει τον νάρθηκα από τον κυρίως ναό είναι σύγχρονη με τις τοιχογραφίες, δηλαδή ανήκει στον 12o αι. Άγιος Ιωάννης Θεολόγος. Πρόκειται για ένα εκκλησάκι που βρίσκεται δίπλα στον ναό της Μαυριώτισσας και είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες του 1552, στις οποίες υπάρχει ένας συνδυασμός της παλιάς ντόπιας καστοριανής παράδοσης και της Κρητικής σχολής, όπως συναντάται στο Άγιον Όρος. Στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο ο επισκέπτης συναντά έναν τυπικό μεταβυζαντινό ναό της Κ. Κατά κανόνα όλα αυτά τα εκκλησάκια είναι μονόχωρα ξυλόστεγα κτίσματα, που πολλές φορές δίνουν την εντύπωση σπιτιού. Η τοιχοδομία τους είναι αμελής, κατά διαστήματα φέρει οριζόντιες ξυλοδεσιές (χατίλια) και πολύ συχνά ο δυτικός εξωτερικός τοίχος είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες. Το ενδιαφέρον τους βρίσκεται κυρίως στο εσωτερικό, με την πλούσια εικονογράφηση και τα ωραία ξυλόγλυπτα τέμπλα. Οι τοιχογραφίες στην τεχνοτροπία και στην εικονογραφία ακολουθούν τα ρεύματα της εποχής, με μόνη διαφορά ότι στις παλαιότερες επιζεί και συνυπάρχει μαζί με τα νέα ρεύματα και η ντόπια καλλιτεχνική παράδοση. Από τον 16o αι. διατηρούνται αρκετά μνημεία: ο Άγιος Νικόλαος στη συνοικία Ελεούσα, οι Άγιοι Απόστολοι στην ίδια συνοικία, η Παναγία Ρασσιώτισσα κ.ά. Το ίδιο πλήθος μνημείων απαντάται και στους επόμενους αιώνες, 17ο και 18ο. Αρχοντικά. Εκτός από τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της, η Κ. παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον και ως οικιστικό σύνολο και πολεοδομικό συγκρότημα, αλλά και –ιδιαίτερα– για την αστική αρχιτεκτονική, που αναπτύχθηκε κυρίως τον 18o και 19o αι., ως αποτέλεσμα της οικονομικής ακμής της πόλης λόγω των εμπορικών της σχέσεων με την Ευρώπη και της ανάπτυξης πλούσιας μεγαλοαστικής τάξης, με ανάλογες απαιτήσεις επιπέδου διαβίωσης. Έτσι, στην Κ. χτίστηκαν πολυάριθμα αρχοντικά, που από καιρό έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και θεωρούνται σπουδαία δείγματα της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής των νεότερων χρόνων. Τα αρχοντικά της Κ., όπως και τα αντίστοιχα της Ηπείρου, της Βέροιας και της Σιάτιστας, ανήκουν στον γενικό τύπο κατοικίας που αναπτύχθηκε στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Συνήθως πρόκειται για τριώροφα κτίρια με λιθόχτιστους τοίχους στο ισόγειο, ενισχυμένους με οριζόντιες ξυλοδεσιές κατά κανονικές σε ύψος αποστάσεις· οι τοίχοι των ανώτερων ορόφων αποτελούνται από ξύλινο σκελετό, τα κενά του οποίου φράζονται με πλίθους και επιχρίονται. Έτσι το ισόγειο, που άλλωστε περιλαμβάνει βοηθητικούς χώρους, εμφανίζεται κλειστό και βαρύ με μικρά σιδερόφρακτα ανοίγματα. Αντίθετα οι επάνω όροφοι, λόγω της κατασκευής τους, εμφανίζονται πολύ ελαφρύτεροι· τα συνεχή παράθυρα, οι φεγγίτες που τοποθετούνται από πάνω, τα προεξέχοντα σαχνισιά με τις ξύλινες αντηρίδες, προσδίδουν χάρη στο σύνολο και τονίζουν τη διαφορά των χώρων κατοικίας από τους βοηθητικούς του ισογείου. Τα κατοικήσιμα δωμάτια είναι άνετα και πλούσια διακοσμημένα· συνήθως υπάρχει ένας μεγάλος –επιμήκης ή τετράγωνος– κεντρικά τοποθετημένος χώρος και γύρω του, ή από τις τρεις πλευρές, τα υπόλοιπα δωμάτια. Πολλές φορές σειρές λεπτών κιονίσκων αποτελούν τα διαχωριστικά μέρη των δωματίων, όπως επίσης και μικρές υψομετρικές διαφορές του δαπέδου (ένα ή δύο σκαλοπάτια) που συγχρόνως δίνουν στον θεατή το αίσθημα της ευρυχωρίας, της άνεσης και της ποικιλίας, αίσθηση η οποία επιτείνεται από την πλουσιότατη διακόσμηση. Οι επιφάνειες των τοίχων και των οροφών επενδύονται με ξύλινες, γλυπτές, έντονα χρωματισμένες διακοσμήσεις· οι ζωγραφικές παραστάσεις που διατρέχουν το επάνω μέρος των τοίχων και οι θαυμάσιοι (με έγχρωμα γυαλιά) φεγγίτες συμπληρώνουν το σύνολο και δημιουργούν έναν εσωτερικό χώρο ιδιότυπο, υψηλής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής ποιότητας. Στα αρχοντικά της Κ. διατηρούνται γνωστές κατασκευαστικές μορφές της λαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως οι τοίχοι με τις ξυλοδεσιές, οι αποτμήσεις των γωνιών των τοίχων του ισογείου και η δημιουργία των ξύλινων πρισματικών σταλακτιτών, οι ξυλόπηκτοι τοίχοι κλπ. Διατηρούνται επίσης μορφές λειτουργικές, όπως τα υαλόφρακτα χαγιάτια και τα σαχνισιά. Στην εσωτερική διακόσμηση είναι φανερή η παρουσία επιρροών από το μπαρόκ και το ροκοκό, γεγονός που εύκολα εξηγείται από τη στενή επαφή των Καστοριανών με την κεντρική και νότια Ευρώπη, όπου τους οδηγούσαν τα εμπορικά τους συμφέροντα και απ’ όπου προφανώς μετέφεραν και μορφές αλλά και αντιλήψεις· αυτά, συγχωνευμένα με τις τοπικές παραδόσεις, απέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα που παρουσιάζει η σύγχρονη πόλη. Από τα αρχοντικά της Κ. ξεχωρίζουν αυτά των οικογενειών Νανζή, Τσετσαπά, Εμμανουήλ και Σαπουντζή. Δυστυχώς τα περισσότερα βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ πολλά έχουν ήδη κατεδαφιστεί και αντικατασταθεί από σύγχρονες κατασκευές, αλλοιώνοντας την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της πόλης και του ενδιαφέροντός της. Η λίμνη της Καστοριάς, με τις ιδιόμορφης κατασκευής ψαράδικες βάρκες. Στην Καστοριά και στους γύρω οικισμούς διασώζεται μια πλούσια σειρά από τέμπλα, στα οποία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του ξυλόγλυπτου. Στην φωτογραφία, ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο σε εκκλησία του οικισμού Κλεισούρα. Το αρχοντικό Νανζή, ένα από τα σημαντικότερα της πόλης (φωτ. I. Ντεκόπουλου). Το εσωτερικό του αρχοντικού του Νανζή στην Καστοριά. Τμήμα της Καστοριάς με αρχοντικά. Το αρχοντικό της οικογένειας Εμμανουήλ στην Καστοριά. Το αρχοντικό της οικογένειας Παπατέρπου στην Καστοριά. Άγγελοι από τη Γέννηση, στον Άγιο Νικόλαο τον Κασνίτζη, το εσωτερικό του οποίου είναι κατάγραφο (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη, Ν. Κοντού). Η Παναγία η Κουμπελίδικη, η μοναδική εκκλησία της Καστοριάς που έχει τρούλο (κουμπέ), στον οποίο οφείλει και την προσωνυμία της. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, τοιχογραφία στη Μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας, έργο του 12ου αι. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Καστοριά, με τοιχογραφίες σε δύο στρώματα, του 1000 και του 1200. Γενική άποψη της Καστοριάς, μιας από τις γραφικότερες πόλεις της Ελλάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καστορία — καστορίᾱ , καστορίδες hounds fem nom/voc/acc dual καστορίᾱ , καστορίδες hounds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστορίᾳ — καστορίᾱͅ , καστορίδες hounds fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καστοριά — Sp Kastorijà Ap Καστοριά/Kastoria L ež., mst. ir nomas, ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καστορίας — καστορίᾱς , καστορίδες hounds fem acc pl καστορίᾱς , καστορίδες hounds fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αργυριάδης, Παύλος — (Καστοριά 1849 – Παρίσι 1901). Λόγιος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά κοινωνιολογικά και αισθητικά συγγράμματα, μεταξύ των οποίων τη μελέτη Ο ποιητής Ευγένιος Ποτιέ. Επί χρόνια ήταν o εκδότης του Ημερολογίου του κοινωνικού ζητήματος …   Dictionary of Greek

  • Ζάχος, Αριστοτέλης — (Καστοριά 1879 – 1939). Αρχιτέκτονας. Σπούδασε και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Γερμανία. Από το 1913 εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Ο Ζ. είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις προσπάθειες που κατέβαλε να επιστρέψει η ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • Χριστόπουλος, Αθανάσιος — (Καστοριά 1722 – Βουκουρέστι 1847). Έλληνας νομικός, λόγιος και ποιητής. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στην Ιταλία φιλολογία, ιατρική, νομικά. Πήρε ανώτερα αξιώματα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ως ευνοούμενος του Φαναριώτη ηγεμόνα Αλεξάνδρου… …   Dictionary of Greek

  • καστορίαν — καστορίᾱν , καστορίδες hounds fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”